- προσβληθέντες
- προσβάλλωstrikeaor part pass masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… … Dictionary of Greek
παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της … Dictionary of Greek
Ποτ, νόσος του- — O εντοπισμός φυματίωσης στη σπονδυλική στήλη. Η νόσος, που αναγνωρίστηκε πρώτα από τον Άγγλο χειρουργό Πέρσιβαλ Ποτ (1713 – 1788), προσβάλλει συχνότερα την παιδική ηλικία και καταστρέφει έναν ή περισσότερους γειτονικούς σπονδύλους, των οποίων η… … Dictionary of Greek